ῥαβδομαντεία — ῥαβδομαντείᾱ , ῥαβδομαντεία divination by a wand fem nom/voc/acc dual ῥαβδομαντείᾱ , ῥαβδομαντεία divination by a wand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδομαντεία — η ραβδοσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
rabdomancia — (Del gr. rhabdos, varilla + manteia, adivinación.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación del futuro y de otras cosas ocultas mediante el uso de determinados objetos a los que se atribuyen propiedades mágicas. TAMBIÉN rabdomancía * * *… … Enciclopedia Universal
COMPITALITII Ludi — ante Urbem designatam, a vicorum compitis, in quibus agitabant agrestes, et facti et dicti: Intermissi dein ad Servium usque Regem, ac per vicorum Magistros instanrati in Larium honorem: quemadmodum a L. Pisone iterum curarum est. ut per eosdem… … Hofmann J. Lexicon universale
TENUS — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. ubi de invento torquendi lanas et in fila deducendi ad eundem modum, quô prius torquebantur restes ex philyra, Mercurium, inquit, forte palpati arietis mollitie delectatum, deglubâsse oviculam, dumque pertentat,… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
ραβδοσκοπία — Μέσο για την ανακάλυψη υπογείων στρωμάτων νερού ή και κοιτασμάτων μεταλλεύματος, με χρησιμοποίηση μικρού διχαλωτού ραβδιού, που κρατιέται ελαφρά και κάνει παλμικές κινήσεις. Τις κίνησεις αυτές τις νιώθει εκείνος που κρατάει το ραβδί, τη στιγμή… … Dictionary of Greek
rabdomancia — (Del gr. ῥαβδομαντεία, de ῥάβδος, vara, y μαντεία, adivinación). f. radiestesia … Diccionario de la lengua española